- περιττῆς
- περισσόςbeyond the regular numberfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
Αμιρούτζης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Τραπεζούντας, που άκμασε τον 15o αι. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας (1461) οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη. Εξισλαμίστηκε και… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Γκόρενσταϊν, Ντάνιελ — (Daniel Gorenstein, Βοστόνη 1923 – 1992). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1950 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στα μαθηματικά από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και το 1951 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κλαρκ. Το 1964 εγκατέλειψε το Κλαρκ και… … Dictionary of Greek